βρετικά

βρετικά
τα
η αμοιβή η οποία δίνεται σ' αυτόν που βρίσκει ένα χαμένο πράγμα: Συνήθως δίνονται βρετικά σ’ αυτόν που βρίσκει και παραδίδει στην αστυνομία μεγάλο ποσό χρημάτων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βρετίκια — τα τα βρετικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εύρετρα — τα βλ. βρετικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”